- αναμόχλευση
- η (Μ ἀναμόχλευσις) [ἀναμοχλεύω]1. νεοελλ. μετακίνηση αντικειμένου με μοχλό, ανασήκωμα, μετατόπιση2. ανακίνηση λησμονημένου ζητήματος, έξαψη, αναζωπύρωσημσν.διατάραξη, ανατροπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναμόχλευση — η το να αναμοχλεύει, να ανακινεί κανείς: Μερικές εφημερίδες κάνουν συστηματική αναμόχλευση των πολιτικών παθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έρειση — η (Α ἔρεισις) [ερείδω] 1. στήριξη, υποστήριξη, στύλωμα 2. σπρώξιμο, πίεση με δύναμη (ιδιαίτερα στην κωπηλασία) αρχ. 1. βάση, σημείο βάσης, στήριξης 2. αναμόχλευση, μετακίνηση με μοχλό … Dictionary of Greek
ανάξεση — η 1. το εκ νέου ξύσιμο 2. αναζωπύρωση, αναμόχλευση, ανακίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αναμοχλεύω — (Α ἀναμοχλεύω) ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό νεοελλ. εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω αρχ. 1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια 2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα … Dictionary of Greek
μόχλευση — η (Α μόχλευσις) [μοχλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μοχλεύω, μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με τη βοήθεια μοχλού νεοελλ. μτφ. αναμόχλευση, ανακίνηση, αναζωπύρωση αρχ. ιατρ. εξάρθρωση, εξαγωγή, εκρίζωση … Dictionary of Greek
σκάλισμα — το, Ν [σκαλίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλίζω, καλλιεργητική εργασία απαραίτητη κατά το στάδιο ανάπτυξης τών καλλιεργούμενων φυτών, με την οποία καταστρέφονται τα ζιζάνια, ο μεγαλύτερος εχθρός τους, και συγχρόνως αναμοχλεύεται το… … Dictionary of Greek
συνδαύλιση — η, Ν 1. η ενέργεια τού συνδαυλίζω, ανασκάλισμα τής φωτιάς προκειμένου να αναζωπυρωθεί 2. μτφ. αναμόχλευση, αναζωπύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω. Η λ., στον λόγιο τ. συνδαύλισις, μαρτυρείται από το 1857 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
υπομοχλεύω — ὑπομοχλεύω ΝΑ νεοελλ. 1. κινώ ή μετακινώ κάτι με τη χρήση μοχλού 2. μτφ. αναμόχλευση αρχ. ενεργώ ως μοχλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μοχλεύω «μετακινώ με τη βοήθεια μοχλού»] … Dictionary of Greek
υπομόχλευση — η, Ν 1. μετακίνηση ενός αντικειμένου με τη χρησιμοποίηση μοχλού 2. μτφ. αναμόχλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπομοχλεύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπομόχλευσις, μαρτυρείται από το 1894 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] … Dictionary of Greek
Λαδίσλαος — I (Wladyslav). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Λ. Χέρμαν (1043 – 1102). Ηγεμόνας της Πολωνίας (1081 – 1102). Διαδέχθηκε στην εξουσία τον αδελφό του, Βολέσλαο Β’, αν και κατείχε μόνο τον τίτλο του δούκα της Πολωνίας. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek